μεταρρυθμίζει

μεταρρυθμίζει
μεταρρυθμίζω
change the form
pres ind mp 2nd sg
μεταρρυθμίζω
change the form
pres ind act 3rd sg
μεταρρυθμίζω
change the form
pres ind mp 2nd sg
μεταρρυθμίζω
change the form
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεταρρυθμιστής — ο, θηλ. ίστρια 1. αυτός που μεταρρυθμίζει, αυτός που εφαρμόζει ή επιφέρει μεταρρυθμίσεις προς το καλύτερο, αναδιοργανωτής, αναμορφωτής 2. αυτός που ανήκει στη θρησκευτική κίνηση τής Μεταρρύθμισης 3. ως κύριο όν. συν. στον πληθ. οι Μεταρρυθμιστές… …   Dictionary of Greek

  • ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”